|
ΤΑ
ΓΙΑΤΡΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΒΑΒΩ ΡΗΝΑΣ
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ πριν από πολλά
χρόνια ένα κρυολόγημα
ήταν η αφορμή να ξεκινήσει μια συζήτηση με τη βάβω Ρήνα για τα γιατροσόφια
του χωριού.
Η συζήτηση έβγαλε στη επιφάνεια
ένα πλούτο και η γιαγιά υποσχέθηκε να ξαναμιλήσει και γι’ αυτά και για
τις πίτες της, και για τους γάμους, για όλη της τη ζωή.
Τα χρόνια πέρασαν και η
συζήτηση με τη βάβω Ρήνα πάντοτε αναβαλλόταν ώσπου πέθανε, παίρνοντας
και αυτή μαζί της όπως τόσα άλλα γεροντάκια ένα κόσμο διαφορετικό από
το δικό μας.
Πολύ
αργότερα ανασκαλεύοντας παλιούς φακέλους βρέθηκαν οι σημειώσεις
εκείνες που γράφτηκαν ακούγοντας τη γιαγιά με τις «συνταγές της» για
πάσα νόσο.
«Συνταγές» που φέρνουν
στο νου μια εποχή που πέρασε και χάθηκε, συνταγές που μυρίζουν σπίρτο,
κρεμμύδι και «μαγεία» σε μια προσπάθεια του ανθρώπου να αντιμετωπίσει
το «κακό» με ότι του έδινε η φύση και η αρχέγονη εμπειρία του.
ΟΙ ΣΥΝΤΑΓΕΣ
-
Άμα τσίμπαε η οχιά έβγαζαν
το πριόβολο, βάργαν τν ίσκνα και τό ‘καιγαν και έβαζαν και ένα σχοινάκι
και το 'δεναν να μην πάει το φαρμάκι πάν.
-
Άμα είχαν ελονοσία
έβρισκαν ένα χορτάρι στον κάμπο π’ το ’λεγαν αλοή, το ’βραζαν και το
’πιναν με το φρυντζάνι λίγο λίγο.
-
Στο κρυολόγημα τον
πέτρωναν οι σπιτίσιοι με τα ποτήρια και επειδή δεν υπήρχαν σπίρτα (οινόπνευμα)
και τέτοια, έβαζαν στο ποτήρι απ’ ένα φυλάδι που ’χαν για τα τσγάρα,
το ’κοβαν στη μέση και το κόλλαγαν μέσα στο ποτήρι τ’ άναβαν και τα
’ρχναν στην πλάτ.
-
Άμα είχε πνευμονία
έκοβαν τέσσερα πέντε ποτήρια και αν δεν πέρναγε το κρυολόγημα έβαζαν
πουσίτια και τα ’βραζαν στο τγάνι και μετά τα ’στρωναν σε μια τσίπα
και από πάνω πισπέλαγαν λίγο σναπ. Μετά γύρζαν και έβαζαν το σναπι κατά
το κορμί για να αχνιστεί ο άρρωστος. Άν δεν απέρναγε καθάρζαν φραγκοσκές
τς έκαιγαν σιγά-σιγά και τς έβαζαν στο κορμί τ’ αρρώστ.
-
Όταν έβγαζαν στο
σβέρκο μυξίτια και τότε έφτιαχναν αλοιφές. Έβραζαν κοκορεφτιά, κρεμμύδι,
ρετσίνι, κηρί και ένα κομμάτι πρόβειο ξυγκ ανάλοιωτο, όλα μαζί στο τγάνι
μαζί με λάδι και γινόταν αλφί και τν έβαζαν στ’ πλάτη και έτρωγαν τα σπρυά. Καμμιά φορά έβαζαν και στουμπσμένο γυαλί.
-
Στον πονοκέφαλο έρχναν
κανά ποτήρι νερό στα νεύρα πίσω από το κεφάλ και κοντά το δέναμ μ’ ένα
μαντήλι.
-
Άμα είχαν διάφορες
ενοχλήσεις έλεγαν πως ξεστριβόνταν και έρχονταν οι γριές και έβαζαν
το ζερβί χέρ στον αφαλό και έφερναν τρεις γύρες γύρω απ’ τον άρρωστο.
Ακόμα έφτιαχναν μια μικρή κλούρα από πανί βρεγμένο με ξύδι και τν έβαζαν
στον αφαλό τ’ στριμμένου και τν έσφιγγαν μ’ ένα μαντήλι γύρω από το
σώμα του για να τ’ περάσει.
-
Υπήρχε μια αρρώστια
που την έλεγαν οστρομπούλ. Αυτή βάργε και στα νεύρα και στο κεφάλι.
Έβραζαν φρουξυλιά άλλα χορτάρια και καπνιά και πέτρωναν το πρόσωπο του
αρρώστου.
-
Για τον βήχα έκαιγαν
πουσίτια ξερά και τα ‘βαζαν σε σακούλα και τα κρέμμαγαν μπροστά στο
στήθος και τλιγόμασταν καλά μέχρι να ιδρώσουμε.
-
Για το κριθαράκι.
Όταν έβγαινε κριθαράκι στο μάτι πάεναν να βρούνε κάποιον που βγήκε πρώτος
από μια οικογένεια πρωί - πρωί για να ‘ναι νηστικός και αυτός
πόβγαλε και αυτός π’ θα τ’ αλχήσ. Έπιανε εκείνος το ματοτσίνορο και
έλεγε κοντά στο ματ τρεις φορές:
Αμ
αμ κριθαράκ εγώ σε σπειρα σταράκ και εσύ βγήκες κριθαράκι
ούτε στάρ ούτε κριθάρ ούτε ρίζα να μη μειν.
-
...και το φυσάει και έπειτα το σταύρωνε τρείς φορές. Αυτό γινόταν για
τρία πρωινά και γέρευε.
-
Όταν μάζευε όμπγιο
ένα μέρος για να σπάσ και να φύγει, παίρνουμε ένα κρεμμύδ μεγάλο, το
τρυπάμε γύρα γύρα και τ’ βάζουμε λίγο λάδ, σαπούν, κερί, ρετσίν και
λίγο πρόβειο ξύγκ. Το βάζουμε στη χόβολη και αυτό χουμελιάζει. Το βάζουμε
στο αγγειό βγάζουμε τν έξω πέτσα που ‘ναι καμμένη και το βάζουμε στο
χτυπημένο μέρος για να σπάσ και να βγεί το όμπγιο.
-
Για το στραμπούλημα.
Έβραζαμαν νερό στ’ κατσαρόλα και παν απ’ τν κατσαρόλα βάζαμε μιά κάνστρα
και αποπάν ένα ρούχο και τύλγαν μ’ αυτό το πόδ και ερχόταν όλος ο αχνός
για να ιδρώσει. Μετά το βγάζαν και το τριβε ένας ειδικός. Μερικές έβαζαν
και λίγο σαπνάδα για να γλυστράει στο τρίψιμο. Αυτό γινόταν μέχρι να
περάσ το στραμπούλμα.
-
Άμα έπιανε κανένα
το όξο (διάροια) έβραζαμαν κυδώνια και έπναν για να σφίξ η κοιλιά. Ακόμα
έβραζαν τσάι με πολύ λεμόνι δίχως ζάχαρ και τόπναμε. Οι μεγάλοι
πδε μπόργαν να «τραβηχτούνε» έβραζαν μια κεραμίδα και τνέσβηναν με ξίδ
τντύλγαν έπειτα μ’ ένα καπίδι (μάλινο ρούχο) και καθόταν πάν σ’ αυτή
για να πάει ο αχνός μέσα. Στα μικρά έβραζαν κυδωνόφλα και τα βαζαν κάτ
απ’ το στρώμα ρηχά ρηχά για να τα νοτίσει ο αχνός.
-
Όταν δεν μπόργαν
να βγούν (δυσκοίλια) έφτιαχναν ένα σφλί από σαπούν και τόβαζαν από πίσω...
|
|